δάκρυσμα

δάκρυσμα
τό
1) слезотечение; 2) слёзы; плач; 3) запотевание (глиняных сосудов)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "δάκρυσμα" в других словарях:

  • δάκρυσμα — το η εκροή δακρύων, το κλάμα: Δεν απόφυγε το δάκρυσμα όταν έμαθε για την τεράστια αποτυχία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δάκρυσμα — το [δακρύζω] 1. η έκκριση δακρύων 2. το κλάμα, τα δάκρυα …   Dictionary of Greek

  • δακρύωμα — το [δακρυώνω] το δάκρυσμα …   Dictionary of Greek

  • κρυολόγημα — Ελαφρά λοιμώδης ασθένεια που προσβάλλει τη μύτη, τον λαιμό και τα ιγμόρεια. Υπάρχουν σχεδόν διακόσιοι διαφορετικοί ιοί που μπορούν να προκαλέσουν την ασθένεια. Τα ακριβή συμπτώματα μπορεί να διαφέρουν από ιό σε ιό, αλλά ένα τυπικό κ. εκδηλώνεται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»